κεγχραμίς

κεγχραμίς
κεγχρᾰμίς, ίδος, , ([etym.] κέγχρος)
A seed of fig, Hp.Nat.Mul.109, Arist. HA549a29, Thphr.HP1.11.6, 2.8.2.
2 olive-kernel, Suid.
3 pl., trachomata of the eye, Orib.Eup.4.27 tit.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεγχραμίς — κεγχραμίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ο μικρός σπόρος τού σύκου 2. το κουκούτσι τής ελιάς 3. κάθε λεπτός κόκκος 4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες τα τραχώματα τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς] …   Dictionary of Greek

  • κεγχραμίς — seed of fig fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδα — κεγχραμίς seed of fig fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδας — κεγχραμίς seed of fig fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδες — κεγχραμίς seed of fig fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδι — κεγχραμίς seed of fig fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδος — κεγχραμίς seed of fig fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίδων — κεγχραμίς seed of fig fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμίσιν — κεγχραμίς seed of fig fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεγχραμιδώδης — κεγχραμιδώδης, ῶδες (Α) όμοιος με κεγχραμιδα (βλ. κεγχραμίς). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεγχραμίς, ίδος + ώδης*] …   Dictionary of Greek

  • κεγχρεμίς — κεγχρεμίς, ίδος, ἡ (Μ) κεγχραμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεγχραμίς, με εξακολουθητική ανομοιωτική τροπή τού α σε ε] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”