κεγχραμίς — κεγχραμίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ο μικρός σπόρος τού σύκου 2. το κουκούτσι τής ελιάς 3. κάθε λεπτός κόκκος 4. στον πληθ. αἱ κεγχραμίδες τα τραχώματα τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κέγχρος, ο, πιθ. κατά τα καλαμίς, σησαμίς] … Dictionary of Greek
κεγχραμίς — seed of fig fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχραμίδα — κεγχραμίς seed of fig fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχραμίδας — κεγχραμίς seed of fig fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχραμίδες — κεγχραμίς seed of fig fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχραμίδι — κεγχραμίς seed of fig fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχραμίδος — κεγχραμίς seed of fig fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχραμίδων — κεγχραμίς seed of fig fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχραμίσιν — κεγχραμίς seed of fig fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχραμιδώδης — κεγχραμιδώδης, ῶδες (Α) όμοιος με κεγχραμιδα (βλ. κεγχραμίς). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεγχραμίς, ίδος + ώδης*] … Dictionary of Greek
κεγχρεμίς — κεγχρεμίς, ίδος, ἡ (Μ) κεγχραμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεγχραμίς, με εξακολουθητική ανομοιωτική τροπή τού α σε ε] … Dictionary of Greek